Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

γεύσεις



Τί είναι τελικά η κουζίνα; Τα ανακατέματα της ζωής και οι αποφάσεις που την ορίζουν. Μεγάλωσα σε κουζίνες λαϊκές, με μουσαμάδες, υπήρχε κι ένα ντιβανάκι..
Καφές, προξενιά, γεύσεις, πίκρες. Όλα εκεί. Και όταν κουραζόμουν λιγάκι, έγερνα και έπαιρνα έναν υπνάκο, γλυκό, γιατί ο πόνος μοιραζόταν με τόση αγάπη στις φωνές και τις σιωπές των γύρω.
...
Η ιδέα ήταν τι συμβαίνει κάτω από το τραπέζι, εκεί όπου τα πόδια γίνονται πρωταγωνιστές, το άγγιγμα ξεκινά την πράξη, σαν να δίνει σήματα Μορς και η επιφάνεια του τραπεζιού παράλληλα ζει στη δική της ροή και πραγματικότητα.


Γιώργος Αρμένης

("Στο τραπέζι της κουζίνας", συνέντευξη στην Λίνα Παπαδάκη)




Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

όχι, χαρά μου, δεν θα σου περάσει


Χάραμα στο κρεβάτι – πρώτο τσιγάρο της μέρας. Δολιχοκέφαλος αρκούδος στα παπλώματα. Τυπικός καλοπροαίρετος, τις νύχτες γίνεται βιολί. Αφού το κεφάλι του ανάμεσα στον ώμο μου και το μάγουλο, άρα βιολί. Παίζω πάλι. (Για πόσο.) Πρωινό του Σαββάτου με τους Αιγύπτιους και τους Πακιστανούς της Σοφοκλέους. Περπατάω στην κάτω πόλη με τον Σ., τον Α., την Α. Ιρακινοί φίλοι υποδέχονται τους νεοφερμένους με χαμόγελα. Κερνάνε νεράκι εμφιαλωμένο. Καφέ με κάρδαμο. Η Γάντα, η νεαρή Αιγύπτια φίλη μου, με βάζει για δέκατη φορά να της ξαναγράψω το τηλέφωνό μου. Αγοράζω κασέτες και αιγυπτιακή λεμονίτα. «Αγκάπη μου, λατρεύεις Αίγκυπτο, έτσι δεν είναι;» Ανατολή. Μέση οδός δεν υπάρχει. Ή λατρεύεις ή απεχθάνεσαι. Η Α. χώνεται στους Κινέζους και αγοράζει φόρεμα με το μοναδικό της χαρτονόμισμα. «Λεφτά για μεσημεριανό φαγητό ή φουστάνι;» ρωτάει. Φουστάνι, φυσικά. Έκπαγλο λουσάτο κουρέλι. «Σίγουρα Σότρις, αγάπη μου», θα της λένε τα βράδια στο Ζάζα’ς, τα ψώνια με τα κραυγαλέα, τα υπερτιμημένα κουρέλια τους.
Επιστρέφω απόγευμα στο κρεβάτι, ανοίγω το τελευταίο βιβλίο του Χανίφ Κιουρέισι. Μεσάνυχτα όλη μέρα. Εξ αφορμής μιας πρότασης στο οπισθόφυλλο το πήρα. «Είμαστε αλάθητοι», λέει, «στην επιλογή του εραστή μας, ιδιαίτερα όταν αξιώνουμε το λάθος πρόσωπο. Υπάρχει ένα ένστικτο, μαγνήτης ή αερικό, που γυρεύει το αταίριαστο». Εσύ, πάλι, λες πως με κάτι τέτοιο εκνευρίζεσαι. Πως οι άνθρωποι με αντίστοιχες απόψεις είναι για σφαλιάρες. Θυμώνω. Καλά κάνω και θυμώνω. Δίκιο έχεις. Εδώ και χρόνια πια το ξέρω. Με την άρρωστη κεκτημένη του Μπατάιγ πόσο θα πας; Μια δυο φορές στη ζωή σου. Εγώ τις πήγα, τέλειωσα. Όξω απ΄ την παράγκα οι αταίριαστοι. να τους αγαπάμε. Να τους θυμόμαστε με τρυφερότητα. Τους χρησιμοποιήσαμε. Το πληρώσαμε, πρώτοι εμείς. Γιατί ο λάθος άλλος στην ουσία δεν φταίει. Δεν σου κρύφτηκε. Εκεί που εσύ αναγνώρισες το αταίριαστο, αυτός κατά πάσα πιθανότητα είδε το ταιριαστό. Και δεν φταίει αυτός. Του το έπαιξες καλά. Όποιος αναγνωρίζει εξαρχής το λάθος πρόσωπο και όμως τσαλαβουτάει – αυτός φταίει. Το βλέπεις, βλάκα μου, το λάθος. Και το αποσιωπάς. Γιατί το έχεις ανάγκη. Και το αξιώνεις μόνο σε μια περίπτωση το λάθος πρόσωπο: για να το απαξιώσεις σύντομα. Για να μη δεσμευτείς. Για να μείνεις μόνος. Για να νιώσεις ανώτερος από τον εσφαλμένο. Γιατί από το λάθος πρόσωπο έχεις πάντα τη δυνατότητα να το σκάσεις με όσο το δυνατόν λιγότερη οδύνη. Με απώλειες μηδαμινές. Επιλέγω «ανάξιο εραστή» σημαίνει επίσης: αναβάλλω τον έρωτα, αλλά συγχρόνως δεν κλείνω την πόρτα στην ελπίδα θα φύγει ο πρόσκαιρος και λίγος, και κάποια μέρα θα έρθει ο ανάξιος. Αλλά όχι ακόμα. Δεν είναι η ώρα μου. Τώρα φοβάμαι οτιδήποτε μπορεί να πάρει μορφή αμετάκλητου. Την ισόβια συνύπαρξη, ιδίως.
«Επιλέγεις λάθος άνθρωπο, δηλαδή, για να το σκάσεις πιο εύκολα; Και τότε πώς εξηγείται το γεγονός πως καμιά φορά κολλάς στο λάθος πρόσωπο εκατό χρόνια;», ρωτάει η μεταμεσονύκτια φίλη. «Κατά τη γνώμη μου, μείνεις, φύγεις, το ίδιο κάνει», λέω. «Πάλι κολλάς, για να γλιτώσεις από μια ουσιαστική δέσμευση. Η λάθος επιλογή σού διασφαλίζει κατά κανόνα ανεξαρτησία. Σε ασφαλίζει από τον πόνο τού να βρεθείς ακάλυπτος, εκτεθειμένος μπροστά στον όμοιό σου. Γιατί, αν με τον όμοιό σου τύχει στραβή, τότε δεν γιατρεύεσαι. Πένθος αμετάκλητο μετά». Νύχτα, δυόμισι χρόνια πριν. Τρέχαμε με ένα φίλο στο Μούλτι Κούλτι  – στο δρόμο απορούσε: «Μα πώς έγινε και πήγα και ερωτεύτηκα αυτό το πράγμα; Η προηγούμενη αγάπη μου διάβαζε στίχους της Σύλβια Πλαθ. Ίδια τραγούδια, ίδια κουλτούρα. Ήθελα να θέλω. Και όμως, δεν με μάγευε παρά μόνο το ασπόνδυλο. Το ριζικά ακαλλιέργητο πλάσμα. Λες πως θα μου περάσει; Αηδιάζω με τον εαυτό μου έτσι που έμπλεξα. Άλλωστε, ξέρεις πως αυτά τα παθιασμένα τα κοροϊδεύω».
Όχι, χαρά μου, δεν θα σου περάσει, σκεφτόμουν. Απλώς εκεί που κόβεσαι πως δεν θα μπορείς χωρίς την άξεστη αγάπη σου, πολύ σύντομα θα βρεις αφορμή και θα φύγεις. Και θα πεις πως δεν πήγαινε άλλο. Που πάντα πάει, άμα θες. Μετά, τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει το πάθος της συντήρησης, θα μοιάσεις τότε ακόμα περισσότερο στους ήρωες που σιχαίνεσαι. Σε κάθε συνάντησή σου με ίσο σου άνθρωπο θα βάζεις μπροστά σαν πανοπλία το άξεστο πλάσμα. Ο λίγος ίσκιος σου θα σε θωρακίζει από την οδυνηρή συνάφεια με τον παρεμφερή σου. Κανονικά πρέπει να χρωστάς ευγνωμοσύνη γι΄ αυτό στην άξεστη αγάπη σου. «Σε ευχαριστώ, ακαλλιέργητο πλάσμα, που η επινοημένη μου εμμονή για σένα με προστάτεψε. Δεν πήγα να καώ με την καλή περίπτωση. Να χάσω την ανεξαρτησία μου. Τη μαγκιά μου. Να γίνω κουρέλι». Αν δεν υπήρχε το φάντασμα του άξεστου ανθρώπου, θα αναγκαζόσουν κάποια στιγμή να ζήσεις κι εσύ με έναν όμοιό σου το οδυνηρό πράγμα που λέγεται ζευγάρι, θα αναγκαζόσουν να είσαι τρυφερός, να αγαπήσεις στ΄ αλήθεια.
Έκλεισα το βιβλίο του Κιουρέισι – δεν είχα και πολύ κέφι για διάβασμα. Την ώρα που ντυνόμουν για να βγω, θυμήθηκα τον Κ. Άνθρωπος της νύχτας. Παρουσιαστικό τρομαχτικό. Ένας Βίκινγκ με μυαλό πεντάχρονου. Με συμπαθούσε. «Όταν ήμουν νέος», μου εξομολογήθηκε μια νύχτα, «σαν να με μούντζωσε ο Θεός και πήγα κι ερωτεύτηκα. ‘Ηταν μια καριόλα, δεν βάζει με το νου σου. Παίρνω το αεροπλάνο και ανεβαίνω Θεσσαλονίκη να τη δω. Τρελαμένος, θέλω να της πω πόσο ερωτευμένος είμαι, θέλω να πεθάνω μαζί της. Κατεβαίνω παράλυτος. Χέρια, πόδια, δεν μπορώ να τα μανουβράρω. Τη βλέπω να με περιμένει στο αεροδρόμιο. Την κοιτάζω. Και ύστερα την πλακώνω στο ξύλο. Ξύλο πολύ, δεν βάζεις με το νου σου. Την τσάκισα. Πήρα το επόμενο αεροπλάνο και γύρισα. Αυτή ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Ακόμα την αγαπάω την πουτάνα. Ξύλο πολύ, δεν βάζεις με το νου σου…»
Μεθεόρτια γενεθλίων στο γαλλικό. Αγάπη πολλή, δεν βάζεις με το νου σου. Σε τσάκισα.
              

source: Μαλβίνα Κάραλη : Σαββατογεννημένη

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

τα μεταβατικά

 

είχα μάθει από μικρό παιδί να κολλάω το πρόσωπό μου στα τζάμια, έφτιαχνα παραμύθια, γελούσα και κοιτούσα πάντα μακριά
κι όταν η στραβή πραγματικότητα με ξεπερνούσε, έλεγα στις φίλες μου και πηγαίναμε στην θάλασσα, το μόνο που ήθελα ήταν να χαζεύω βάρκες, αυτές πάντα ήξεραν να πλέουν στο δικό τους άπειρο, εκεί όπου όλα τα προβλήματα έχουν λυθεί

τώρα δεν μπορώ πια να αλλάζω θέμα, κι δεν θέλω
τώρα λείπουν τόσα πολλά που ξυπνάω στον ύπνο μου, που δεν ξέρω αν πατώ στην γη, που έχω ένα βάρος στην καρδιά που τρέμω να σκέφτομαι

κι θέλω να αποκτήσω μια νέα διεύθυνση, από αυτές που φτάνουν μόνο ωραία γράμματα κι  υπάρχουν διέξοδοι στα δάκρυα κι οι αγκαλιές είναι μόνο σφικτές κι μυρωδάτες, μια νέα διεύθυνση που θα με κοιτάς στα μάτια κι θα καταλαβαίνεις πως νιώθω
 
κι δεν είναι πια το μικρό παιδί που σου μιλάει, μα εγώ που προσπαθώ να κρατάω το χαμόγελό μου στα χέρια μου
 

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Hello there, dream.



The thing is, there will be pressure to adjust your expectations, always shrinking them, shrinking, shrinking, until they fit in your pocket like a folded slip of paper, and you know what happens to folded slips of paper in your pocket. They go through the wash and get ruined. Don’t ever put your dream in your pocket. If you have to put it somewhere, get one of those holsters for your belt, like my dad has for his phone, so you can whip it out at any moment. 

Hello there, dream.

Also, don’t be realistic. The word “realistic” is poison. Who decides?
And “backup plan” is code for, “Give up on your dreams,” and everyone I know who put any energy into a backup plan is now living that backup plan instead of their dream. Put all your energy into your dream. That’s the only way it will ever become real.

The world at large has this attitude, “What makes you so special that you think you deserve an extraordinary life?” 

Personally, I think the passion for an extraordinary life, and the courage to pursue it, is what makes us special. And I don’t even think of it as an “extraordinary life” anymore so much as simple happiness. It’s rarer than it should be, and I believe it comes from creating a life that fits you perfectly, not taking what’s already there, but making your own from scratch. 

You can let life happen to you, or you can happen to life. It’s harder, but so much better.



Mary Oliver


Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Απομένει ακόμη η πίστη.



Είναι ώρες που μοιάζει να μην υπάρχει παρελθόν ή μέλλον.
Μόνο μια παρούσα στιγμή μυτερού φωτός.
Όπου θέλεις να καείς.
Όπου τεντώνεις τα χέρια σου στις φλόγες.


Tomas Eliot


Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

the romantics






Οι ρεαλιστές κατορθώνουν μικρά πράγματα, οι ρομαντικοί μεγάλα. 
Πρέπει να είναι κανείς ρεαλιστής για να διευθύνει ένα εργοστάσιο. 
Πρέπει να είναι ρομαντικός για να διευθύνει τον κόσμο.


Ο ρεαλιστής είναι αυτός που ανακαλύπτει την πραγματικότητα. 
Ο ρομαντικός, αυτός που τη δημιουργεί. 

Φερνάντο Πεσσόα, Ηρόστρατος




Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Καλό καλοκαίρι, λοιπόν.

αναδημοσίευση ~
Πηγη: http://www.fnl-guide.com/gr/el/athinaiou-vorvorigmoi/athinaios-30052012/





30 Μαΐου 2012
Γαστρονομία, Γαστρολογία, Γαστρομανία
Το καλοκαίρι αρχίζει την εβδομάδα που τελειώνουν οι φράουλες κι αρχίζουν τα κεράσια και τα μούσμουλα. Ο ρυθμός από την εισαγωγή του, ο ίδιος πάντα: ο κρότος από τα τελάρα με τα φρούτα που προσγειώνονται στο πεζοδρόμιο της Αριστογείτωνος, μπροστά στο εμβληματικό οπωροπωλείο της Βαρβακείου, στο σημείο που σε βρήκε, πάλι, το ξημέρωμα στην πρώτη αληθινή κρεπαίλη της σαιζόν και se allegro ma non troppo.
Το καλοκαίρι αρχίζει την πρώτη φορά που θα τσεκάρεις αν τα βαζάκια που θα γεμίσεις με τις μαρμελάδες που θα φτιάξεις αργότερα έχουν όλα καπάκι. Αν έχεις ετικέτες, παραφίνη για το σφράγισμα, ανεξίτηλο μαρκαδόρο για το μαρκάρισμα.
Το καλοκαίρι ξεκινάει τη μέρα που θ’αγοράσεις τα αντιανεμικά κεριά για τη βεράντα και τ’αλλα με τη σιτρονέλα για τα κουνούπια, το μεσημέρι που θα παρατάξεις “τα βασιλικά” στην υπολογισμένη για τον ήλιο θέση που τα βλέπει αλλά και δεν τα βλέπει, που θα χαϊδέψεις τρυφερά το κεφάλι από τους πρώτους κατιφέδες (μα πόσο παλαιομοδίτης είσαι! Κατιφέδες;! Ποιος φυτεύει ακόμα κατιφέδες;!). Το καλοκαίρι έρχεται σίγουρα το δειλινό που γυρνώντας από το γραφείο σταματάς στο ψυγείο του ψιλικατζίδικου της γειτονιάς αναζητώντας ένα κυπελάκι Rocket και η ανακούφιση που το βρίσκεις είναι το μόνο πειστικό μέτρο κανονικότητας.
Το καλοκαίρι έρχεται το ξημέρωμα που σε βρίσκει να ξυπνάς με το ένα πόδι έξω από το πάπλωμα γιατί έχεις ζεσταθεί, που πίνεις τον πρώτο κρύο καφέ στη βεράντα μονολογώντας “Να φτιάξω και μια γκασπάτσο”.
Το καλοκαίρι φτάνει όταν αρχίζεις να κοιτάζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη, βέβαιος ωστόσο ότι τις ατέλειες θ’αναλάβει να τις καλύψει το μαύρισμα του ήλιου.
Το καλοκαίρι έχει φτάσει σκέφτεσαι τη ντομάτα κομμένη τριαντάφυλλο με χοντρό αλάτι, τους αχινούς, το σπινιάλο ενώ κάθεσα στα ζεστά εδώλια του Ηρωδείου για να δεις μια παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών.
Το καλοκαίρι έχει έρθει όταν φαντασιώνεις να σκύβεις και να ρίχνεις μια γλυψιά στον βρεγμένο από τη θάλασσα ώμο της έτσι καθώς κάθεται στην άμμο αμέριμνα δίπλα σου.
Το καλοκαίρι το γεύεσαι στην πρώτη βανίλια υποβρύχιο την τρως λίγο νωρίς αλλά δεν πειράζει: όπου γκουρμές και λιχούδης.
Το καλοκαίρι σ’εχει καταλάβει το μεσημερι που μέσα “στου γραφείου τη βουή” πιάνεις το κινητό για να πληκτρολογήσεις το sms: “Κάθε που ακουω τη λέξη “καλοκαίρι”, σε σκέφτομαι” και το στέλνεις. Καλό καλοκαίρι, λοιπόν.